καταδίκαι

καταδίκαι
καταδίκη
judgement given against
fem nom/voc pl
καταδίκᾱͅ , καταδίκη
judgement given against
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θανάτωση — η (AM θανάτωσις) [θανατώνω] το να θανατωθεί κάποιος, η αφαίρεση ζωής, ο φόνος («καταδίκαι καί θανατώσεις πολιτών», Πλούτ.) νεοελλ. η εκτέλεση τής θανατικής ποινής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”